γουναράς

γουναράς
και γούναρης και γουνάρης, ο
1. τεχνίτης ή βιομήχανος γουναρικών
2. έμπορος γουναρικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. γουναράς < γουνάρης, αναλογικά προς ονόματα δηλωτικά επαγγελμάτων σε -άς* (πρβλ. γαλατάς, ψωμάς) ή κατ' ευθείαν < γούνα + κατάλ. -αράς* (πρβλ. δουλευταράς). Ο τ. γουνάρης < γούνα + κατάλ. -άρης* (πρβλ. γελαδάρης, περιβολάρης) ή, κατ' άλλους, < λατ. gunnarius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γουναράς — ο ο τεχνίτης που επεξεργάζεται ή ο έμπορος που πουλάει γούνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”